δυσπολέμητος

Revision as of 21:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον,

   A hard to war with, A.Supp.648 (lyr., s.v.l.), Isoc.4.138; εἰ δέ τις . . δ. οἴεται τὸν φίλιππον εἶναι D.4.4; δ. ὅπλον, offriendship, Luc.Tox.36.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu bekriegen; Aesch. Suppl. 637 u. Folgde; Isocr. 4, 108.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπολέμητος: -ον, δυσκολοπολέμητον ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 649. Ἰσοκρ. 69Α· εἰ δέ τις… δυσπολέμητον οἴεται τὸν Φίλιππον εἶναι Δημ. 41. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contre qui l’on ne peut guerroyer, invincible.
Étymologie: δυσ-, πολεμέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. o ref. pers. difícil de combatir, duro adversario Isoc.4.138, ὁ Φίλιππος D.4.4, 11.15, τῶν ἀντιπάλων ἰσχύς D.H.3.23, cf. D.C.38.45.1, 45.36.4, Poll.1.157, Lib.Or.63.20
fig. difícil de vencer, invencible ὅπλον de la amistad, Luc.Tox.36.
2 de un territorio o país difícil de conquistar, difícil para la lucha de Arabia, D.S.2.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσπολέμητος, -ον)
αυτός που δύσκολα καταπολεμάται.

Greek Monotonic

δυσπολέμητος: -ον (πολεμέω), αυτός που δύσκολα πολεμιέται, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπολέμητος: с которым трудно воевать, непобедимый (πράκτωρ Aesch. - v. l. δυσπόλεμος; βασιλεύς Isocr., Dem.).

Middle Liddell

δυσ-πολέμητος, ον πολεμέω
hard to war with, Dem.