ἐρατίζω

Revision as of 22:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

Ep.form of ἔραμαι, used by Hom. always in phrase, κρειῶν ἐρατίζων

   A greedy after it, Il.11.551, 17.660, h.Merc.64,287.    II love, Ζεὺς ἐράτιζε τριηκοσίους ἐνιαυτούς Call.Fr.20.

German (Pape)

[Seite 1018] = ἐράω, Hom. in der Vrbdg κρειῶν ἐρατίζων, gierig nach Fleisch verlangend, vom Löwen, Il. 11, 551. 17, 660; H. h. Merc. 64. 287.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρᾰτίζω: Ἐπικ. τύπος τοῦ ἐράω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῇ φράσει, κρειῶν ἐρατίζων, ἀπλήστως ἐπιθυμῶν, Ἰλ. Λ. 551., Ρ. 660, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 64, 287.

French (Bailly abrégé)

être avide de, gén..
Étymologie: ἐρατός.

English (Autenrieth)

(ἔραμαι): only part., craving; κρειῶν, Λ , Il. 17.660.

Greek Monolingual

ἐρατίζω (Α) ερατός
επιθυμώ υπερβολικά.

Greek Monotonic

ἐρᾰτίζω: Επικ. τύπος του ἐράω· κρειῶν ἐρατίζων, άπληστος, αχόρταγος στην κατανάλωση κρέατος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρᾰτίζω: страстно желать, жаждать: κρειῶν ἐρατίζων Hom., HH жаждущий (поесть) мяса.

Middle Liddell

ἐρᾰτίζω,
epic form of ἐράω, κρειῶν ἐρατίζων greedy after meat, Hom.