εὐήκης

Revision as of 22:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ες, (ἀκή A)

   A well-pointed, αἰχμῆς . . εὐήκεος Il.22.319; keenedged, φάσγανα A.R.2.101, Phanocl.1.8; ξυρόν Nic.Al.411.

German (Pape)

[Seite 1067] ες (ἀκή), wohl gespitzt, sehr scharf; αἰχμή Il. 22, 319; sp. D., φάσγανα Ap. Rh. 2, 101; ἅρπη Opp. H. 5, 637; ξυρόν Nic. Al. 410. – Bei Empedocl. v. 374 wird βάξις εὐήκης erkl. durch εὐήκοος u. ist wohl in εὐηχής zu ändern.

Greek (Liddell-Scott)

εὐήκης: -ες, (ἀκὴ) καλῶς ἠκονημένος, ὀξύς, αἰχμῆς... εὐήκεος Ἰλ. Χ. 319· εὐήκεα φάσγανα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 101· εὐήκεϊ ξυρῷ Νικ. Ἀλ. 410· πρβλ. εὐαγὴς Ι, ἐν τέλει. - Ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
très aigu.
Étymologie: εὖ, ἀκή.

English (Autenrieth)

ες (ἀκή): well <<>*<>> pointed, sharp, Il. 22.319†.

Greek Monotonic

εὐήκης: -ες (ἀκή), οξύς, αιχμηρός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐήκης: ἀκίς хорошо заостренный, очень острый (αἰχμή Hom.).

Middle Liddell

εὐ-ήκης, ες [ἀκή]
well-pointed, Il.