θρασυστομέω

Revision as of 23:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A to be over-bold of tongue, A.Supp.203, S.Ph.380, E.Hec.1286.

German (Pape)

[Seite 1216] kühn reden, Aesch. Prom. 200 Soph. Phil. 380 Eur. Hec. 1280.

Greek (Liddell-Scott)

θρασυστομέω: εἶμαι θρασὺς τὴν γλῶσσαν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 203, Σοφ. Φιλ. 380, Εὐρ. Ἱκ. 1286.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler avec hardiesse.
Étymologie: θρασύστομος.

Greek Monotonic

θρᾰσυστομέω: είμαι αυθάδης στη γλώσσα, μιλώ με αναίδεια, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσυστομέω: говорить дерзко (θ. οὐ πρέπει τοὺς ἥσσονας Aesch.): λέγεις θρασυστομῶν Soph. ты говоришь с высокомерием.

Middle Liddell

θρᾰσυστομέω, [from θρᾰσύστομος]
to be over-bold of tongue, Trag.