ὑφεῖσα

Revision as of 02:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

Ion. ὕπεισα,

   A I placed under or secretly, ὑπείσας ἄνδρας (Ion. part.) having set them in ambush, Hdt.3.126, cf. 6.103; λόχον ὑφείσας Nic.Dam.55J.: but as (ὑφ-) εἷσα is the augmented aor. of ἑδ- (cf. καθίζω, Att. fut. καθέσω), the part. must be unaugmented, and ὑπέσας, ὑπέσαντες shd. be restored in Hdt. ll. cc., and either ὑφέσας or the later form ὑφίσας [ῐ] (cf. ὑφίζω) in Nic.Dam.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφεῖσα: Ἰων. ὑπεῖσα, ἐτοποθέτησα κρυφίως, ὑπείσας ἄνδρας (Ἰων. μετοχ.), τοποθετήσας ἄνδρας εἰς ἐνέδραν, Ἡρόδ. 3. 126., 6. 103, πρβλ. Νικ. Δαμασκ. 56 (Fr. Hist. Müll. 3. 390)· ― πρβλ. ὕφημαι, καὶ περὶ τῆς σημ. ἴδε ὑφίστημι ΙΙ. 2. ― Ἀλλ’ ὁ Cobet V. LL 88, παραβάλλων τὰ κάτισον, κατίσας παρ’ Ἡροδ. 1. 89, 88, προτείνει ὑπίσας ἐκ τοῦ ὑφίζω:

Greek Monotonic

ὑφεῖσα: Ιων. ὑπ-εῖσα (βλ. ἵζω I), τοποθέτησα από κάτω ή κρυφά, ὑπείσας ἄνδρας, έχοντας τοποθετήσει τους άνδρες σε ενέδρα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφεῖσα: ион. ὑπεῖσα - v. l. ὑπίσα (только в форме aor. 1) расположить в засаде (ἄνδρας Her.).

Middle Liddell

ionic ὕπ-εισα [v. ἵζω I]
I placed under or secretly, ὑπείσας ἄνδρας having set them in ambush, Hdt.