κυκλοσοβέω

Revision as of 03:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

   A whirl round, πόδα cj. in Ar.V.1523 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1527] im Kreise scheuchen, rings verscheuchen, Ar. Vesp. 1523, nach Dindorfs Conj. für πόδ' ἐν κύκλῳ σοβεῖτε.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοσοβέω: περιστρέφω, περιδινῶ, πόδα Ἀριστοφ. Σφ. 1523. ἐξ εἰκασ. Δινδ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mouvoir en rond.
Étymologie: κύκλος, σοβέω.

Greek Monotonic

κυκλοσοβέω: μέλ. -ήσω, οδηγώ κυκλικά, περιστρέφω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κυκλοσοβέω: вертеть, крутить (πόδα Arph. - v. l. ποδ᾽ ἐν κύκλῳ σοβέω).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλοσοβέω [κύκλος, σοβέω] snel in de rondte bewegen.

Middle Liddell

κυκλο-σοβέω, fut. -ήσω
to drive round in a circle, whirl round, Ar.