whirl
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
swing: P. αἰωρεῖν. Ar. and P. κυκλεῖν, V. διαφέρω, διαφέρειν, σφενδονᾶν.
spin: P. and V. στρέφειν, Ar. and V. κυκλεῖν, στροβεῖν, V. ἑλίσσειν, εἱλίσσειν (Ar.), δινεῖν (Plato in pass. but rare P.).
verb intransitive
swing: P. and V. αἰωρεῖσθαι.
spin: P. and V. κυκλεῖσθαι, στρέφεσθαι, P. περιστρέφεσθαι, περιφέρεσθαι, Ar. and V. στροβεῖσθαι, V. ἑλίσσεσθαι, εἱλίσσεσθαι.
substantive
P. φορά, ἡ, περιαγωγή, ἡ, P. and V. στροφή, ἡ, V. δίνη, ἡ (Plato also but rare P.), Ar. and P. δίνευμα, τό (Xen.).