λευκήρετμος

Revision as of 03:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A with white oars, Ἄρης E.IA283 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 33] mit weißen Rudern, Eur. I. A. 283.

Greek (Liddell-Scott)

λευκήρετμος: -ον, ἔχων λευκὰς κώπας, Ἄρης Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 283.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux rames blanches.
Étymologie: λευκός, ἐρετμός.

Greek Monolingual

λευκήρετμος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκά κουπιάλευκήρετμος Ἄρης», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί». Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. ευ-ή-ρετμος, φιλ-ήρετμος)].

Greek Monotonic

λευκήρετμος: -ον (ἐρετμός), αυτός που έχει άσπρα κουπιά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λευκήρετμος: беловесельный, с белыми веслами (Ἄρης, sc. στόλος Eur.).

Middle Liddell

λευκ-ήρετμος, ον ἐρετμός
with white oars, Eur.