μεγακλεής

Revision as of 04:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ές,

   A very famous, acc. (as if from μεγακλής) μεγακλέᾰ Opp.C.2.4.    II parox. Μεγακλέης as pr. n.

German (Pape)

[Seite 104] ές, hochberühmt, μεγακλέα δήνεα, Opp. Cyn. 2, 4, statt μεγακλεέα, s. εὐκλεής.

Greek (Liddell-Scott)

μεγακλεής: -ές, λίαν ἔνδοξος, κλινόμενον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (ὡς ἐκ τοῦ μεγακλής), μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα Ὀππ. Κ. 2. 4, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 36, 43, 93, 99, 116, 143. II. παροξ. Μεγακλέης κύρ. ὄνομα ἐν τῇ οἰκογενείᾳ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très illustre.
Étymologie: μέγας, κλέος.

Greek Monolingual

μεγακλεής, -ές (ΑM)
αυτός που έχει μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -κλεής (< κλέος), πρβλ. αγα-κλεής, δυσ-κλεής].

Greek Monotonic

μεγακλεής: -ές, πολύ διάσημος, δημοφιλής, το οποίο κλίνεται (όπως αν προερχόταν από το μεγακλής), μεγακλέος, -έϊ, -έα, -έες, -έα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μεγακλεής: 2, gen. έος многославный, славнейший Anth.

Middle Liddell

μεγα-κλεής, ές
very famous, declined (as if from μεγακλήσ) μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα, Anth.