ξιφήρης

Revision as of 04:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ες,

   A armed with a sword, sword in hand, E.Or.1272,1346, al.: also in later Prose, Phld.Rh.2.89 S.(dub.), Ap.Ty.Ep.36, Hdn. 7.5.3, Iamb.VP25.113, Malch.p.410 D.

German (Pape)

[Seite 279] ες, mit dem Schwerte versehen, gerüstet; λόχος, Eur. Andr. 1115; in sp. Prosa, Hdn. 7, 5, 10; ἀγωνισταί, Eur. Ion 1258, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ξιφήρης: -ες, ὁ ὡπλισμένος μὲ ξίφος, ἔχων ξίφος ἐν τῇ χειρί, συχνὸν παρ’ Εὐρ., ὡς ἐν Ὀρ. 1272, 1346.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
armé d’une épée.
Étymologie: ξίφος, ἄρω.

Greek Monolingual

-ες (Α ξιφήρης, -ῆρες)
οπλισμένος με ξίφος, αυτός που κρατά ξίφος και είναι έτοιμος για επίθεση
νεοελλ.
αυτός που ξιφουλκεί, που ανασύρει το ξίφος, που ξεσπαθώνει, που τραβά το σπαθί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ήρης (< ἀρα-ρίσκω «συνδέω, εφοδιάζω»), πρβλ. τρι-ήρης, ποδ-ήρης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].

Greek Monotonic

ξῐφήρης: -ες (*ἄρω), αυτός που κρατάει ξίφος στο χέρι του, οπλισμένος με ξίφος, ξιφομάχος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφήρης: вооруженный мечом, с мечом в руке (ἀγωνισταί Eur., Plut.).

Middle Liddell

ξῐφ-ήρης, ες [*ἄρω]
sword in hand, Eur.