παλινσκοπιά

Revision as of 05:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ἡ,

   A looking back again, -σκοπιὰν ἔχομεν E.Or.1262 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 450] ἡ, das Zurückspähen, Conj. Porsons in Eur. Or. 1264.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
regard en arrière ; acc. adv. • παλινσκοπιάν en sens opposé.
Étymologie: πάλιν, σκοπέω.

Greek Monolingual

παλινσκοπιά, ἡ (Α)
1. το να βλέπει κανείς προς τα πίσω
2. (η αιτ. ως επίρρ.) παλινσκοπιάν
με το βλέμμα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + σκοπιά.

Greek Monotonic

παλινσκοπιά: ἡ, κοίταγμα ξανά προς τα πίσω· με αιτ. ως επίρρ., προς την αντίθετη κατεύθυνση, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλινσκοπιά: ἡ взгляд назад Eur.

Middle Liddell

παλιν-σκοπιά, ἡ,
a looking back again; acc. as adv. in the opposite direction, Eur.