περιαγωγεύς

Revision as of 05:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A windlass, Luc.Nav.5.

German (Pape)

[Seite 568] ὁ, der Herumführende; auch eine Maschine zum Umdrehen, Luc. navig. 5.

Greek (Liddell-Scott)

περιᾰγωγεύς: ὁ, μηχανή τις πρὸς περιστροφὴν χρήσιμος, ἡ δι’ ἧς ἀνασύρεται ἡ ἄγκυρα, κοινῶς «μποζεργάτης», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
machine pour faire tourner, treuil.
Étymologie: περιάγω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μηχανή την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για ανέλκυση τών αγκυρών και, γενικά, βαρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. κατ-αγωγεύς, παρ-αγωγεύς].

Greek Monotonic

περιᾰγωγεύς: ὁ, εργάτης για την περιστροφή της άγκυρας, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

περιᾰγωγεύς: έως ὁ ворот (для вращения) Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιαγωγεύς -έως, ὁ [περιάγω] marit., windas, lier.

Middle Liddell

περιᾰγωγεύς, έως, ὁ, [from περιάγω
a windlass, capstan, Luc.