πολύθρους

Revision as of 05:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att. p. πολύθροος.

Greek Monolingual

-ουν και πολύθροος, -οον, Α
πολυθόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θροῦς / θρόος «μουρμούρισμα, θόρυβος» (< θρῶμαι), πρβλ. ποικιλό-θρους/ποικιλό-θροος].

Middle Liddell

πολύ-θρους, ουν,
with much noise, clamorous, Aesch.