ἄχορδος

Revision as of 12:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

ον,

   A without strings, μέλος Poet. ap. Arist.Rh.1408a6: φόρμιγξ ἄ., metaph. of a bow, Thgn.Trag.1 (= Lyr.Adesp.127).

German (Pape)

[Seite 419] (χορδή), ohne Saiten, oder Saiteninstrumente, μέλος Arist. rhet. 3, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχορδος: -ον, ἄνευ χορδῶν, ἄμουσος, μὴ ἁρμονικός, Ποιητ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 6, 7, πρβλ. 3. 11, 11

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans cordes, càd sans lyre, sans musique ; triste.
Étymologie: ἀ, χορδή.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene cuerdas fig. sin música φόρμιγξ ἄ. lira sin música ref. al arco, Thgn.Trag.1 (= Lyr.Adesp.33), στυγνὸν ἀχόρδου μέλος ἁρμονίας del estrépito de la guerra Lyr.Alex.Adesp.11.28, cf. Arist.Rh.1408a6.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄχορδος, -ον) χορδή
νεοελλ.
ο χωρίς χορδές
αρχ.
1. άμουσος, μη αρμονικός
2. φρ. «φόρμιγξ ἄχορδος» — το τόξο (φόρμιγγα χωρίς χορδές).

Russian (Dvoretsky)

ἄχορδος:
1) бесструнный (φόρμιγξ Theogn. ap. Arst.);
2) не сопровождаемый игрой на струнах (μέλος ap. Arst.).