κουρελής

Revision as of 11:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")

Greek Monolingual

ο, θηλ. κουρελού
1. αυτός που φορά κουρελιασμένα ρούχα, κουρελιάρης, ρακένδυτος
2. το θηλ. η κουρελού
χαλί ή κλινοσκέπασμα από κατάλληλα υφασμένα και ραμμένα μεταξύ τους κουρέλια ή αποκόμματα υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι + κατάλ. -λής (< τουρκ. κατάλ. -li), πρβλ. γουρ-λής, παρα-λής].