δευτερουργός

Revision as of 11:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

English (LSJ)

όν,

   A working in the second place, secondary, opp.πρωτουργός, κινήσεις Pl.Lg.897a, cf. Iamb.Myst.3.1: but,    II Subst. δευτερουργός, ὁ, one who vamps up old clothes, Poll.7.77.

German (Pape)

[Seite 553] 1) den zweiten Platz einnehmend, κινήσεις σωμάτων Plat. Legg. X, 897 a; dah. = untergeordnet, τέχνη, = βαναυσική, Poll. 7, 6. – 2) der Kleider wieder aufkratzt u. reinigt, Poll. 7, 77.

Greek (Liddell-Scott)

δευτερουργός: -όν, (*ἔργω), κατὰ δεύτερον λόγον ἐργαζόμενος, δευτερεύων ἐργάτης, ἀντίθ. τῷ πρωτουργός, Πλάτ. Νόμ. 897Α· δ. τέχναι Πολυδ. Ζ΄, 6· - ἀλλά, ΙΙ. χλαῖνα δευτερουργής, αὐτ. Ζ΄, 77, φαίνεται σημαῖνον δευτέραν φορὰν εἰργασμένη, μεταχειρισμένη· καὶ δευτερουργός, ὁ, ὁ ἀνακαινίζων τοιαῦτα ἐνδύματα· πρβλ. ἐπίγναφος.

Spanish (DGE)

-όν
1 secundario πρωτουργοὶ κινήσεις τὰς δευτερουργοὺς ... κινήσεις σωμάτων ἄγουσι los movimientos primarios (del alma) dirigen los movimientos secundarios corporales Pl.Lg.897a, τῇ δευτερουργῷ καὶ ἐξημμένῃ ταύτης ζωῇ op. τῇ νοερᾷ καὶ καθαρτικῇ ζωῇ Olymp.in Phd.2.8, ὑπουργίαι de la mántica, Iambl.Myst.3.1, δευτερουργοὶ τέχναι artes manuales Poll.7.6.
2 subst. ὁ δ. sastre remendón de ropa vieja, Poll.7.77.

Greek Monolingual

δευτερουργός, -όν (Α)
1. όποιος έχει δευτερεύουσα θέση σε κάποιο έργο, ο δευτερεύων
2. το αρσ. ως ουσ. ο δευτερουργός
αυτός που επισκευάζει ή μεταποιεί ενδύματα.

Russian (Dvoretsky)

δευτερουργός: вторичный, второстепенный, вспомогательный (κινήσεις Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δευτερουργός -όν [δεύτερος, ἔργον] secundair.