κουρικός

Revision as of 14:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

English (LSJ)

ή, όν, (κουρά)

   A for cutting the hair, μάχαιραι Plu.Dio9: as Subst., κουρικός (sc. δίφρος), ὁ, barber's chair, Sammelb.4292; δίφρου τετραπόδου καὶ κουρικοῦ ξυλίνου POxy.646 (ii A. D.).    II (κοῦρος A) like a youth. Adv. -κῶς Apollon.Lex.s.v.κουρίξ.

Greek (Liddell-Scott)

κουρικός: -ή, -όν, (κουρὰ) κατάλληλος πρὸς κουράν, μάχαιρα Πλουτ. Δίων 9· αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. (κοῦρος) ὡς νεανίας· ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. κουρίξ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui sert à tondre, à raser.
Étymologie: κουρά.

Greek Monolingual

(I)
κουρικός, -ή, -όν (Α) κουρά
1. κατάλληλος για κούρεμαὥστε μηδὲ τῆς κεφαλῆς τὰς τρίχας ἀφελεῑν κουρικαῑς μαχαίραις», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ.κουρικός (ενν. δίφρος)
το κάθισμα του κουρέα.
(II)
κουρικός, -ή, -όν (Α)
[[[κούρος]] (Ι)]
νεαρός, νεανικός.
επίρρ...
κουρικώς (Α)
νεανικά.

Russian (Dvoretsky)

κουρικός: служащий для стрижки или бритья, парикмахерский (μάχαιρα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουρικός -ή -όν [κουρά] om te knippen, kappers-.