άδειος

Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Greek Monolingual

(I)
ἄδειος, -ον (Α)
ο άφοβος, ο απτόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + δFεῖος, το (= δέος, το)
πρβλ. δει-λός, δει-νός].
(II)
-α, -ο
αυτός που δεν έχει περιεχόμενο, αδειανός, κενός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδειάζω
υποχωρητικά (πρβλ. αγιάζω > άγιος).
ΠΑΡ. αδειανός, αδειοσύνη, αδειάτος.
ΣΥΝΘ. αδειοκέφαλος, αδειοπούγγης].