-ια, -ο1. δίκαιος2. ο μέσος, μεταξύ δύο άκρων, κανονικός («δίκιο μπόι»)3. το ουδ. ως ουσ. το δίκιοτο δίκαιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιος, με συνίζηση (πρβλ. παλαιός > παλιός)].