εχιδνισμός

Revision as of 15:20, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Greek Monolingual

ο
δηλητηρίαση από δάγκωμα οχιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα. Αναλογικός σχηματισμός προς τα ρηματ. παρ. σε -ισμός τών ρ. σε -ίζω (πρβλ. οπλίζω > οπλισμός].