εχιδνισμός

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

ο
δηλητηρίαση από δάγκωμα οχιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα. Αναλογικός σχηματισμός προς τα ρηματ. παρ. σε -ισμός τών ρ. σε -ίζω (πρβλ. οπλίζω > οπλισμός].