στάχτη
Greek Monolingual
και σπάν. τ. στάκτη, η, Ν
1. τέφρα, σποδός, ό,τι απομένει μετά την καύση ενός πράγματος
2. ο μικρομύκητας ερυσίθη
3. η ασθένεια τών αμπελιών που προκαλείται από την ερυσίβη
4. φρ. α) «ρίχνω στάχτη στα μάτια» — παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον
β) «όλα έγιναν στάχτη» — η καταστροφή ήταν πλήρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στάχτη < στάκτη (πρβλ. πηχτός: πηκτός) < στάκτη θηλ. του επιθ. στακτός (< στάζω) με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. βραδύ > βράδυ, λευκή > λεύκη)].