λόβιο
Greek Monolingual
και λοβίο και λουβί, το (Α λόβιον, Μ λοβί[ο]ν και λουβί[ο]ν) λοβός
μικρός λοβός
νεοελλ.
1. υποδιαίρεση, τμήμα ενός λοβού
2. φρ. «ηπατικά, πνευμονικά, νεφρικά λόβια» — μικρές ιστολογικές μονάδες που το σύνολό τους σχηματίζει το ήπαρ, τους πνεύμονες ή τους νεφρούς
μσν.
φλοιός, περικάρπιο
αρχ.
1. ο καρπός του δέντρου σμίλαξ
2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἄκρον τοῦ ἥπατος».