παραπρεσβεία

Revision as of 12:46, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

English (LSJ)

ἡ,

   A faithless or dishonest embassy, D.21.5 ; περὶ τῆς π., title of speeches by D. and Aeschin.; παραπρεσβείας κατακριθέντες Phld.Rh.2.224 S.

German (Pape)

[Seite 495] ἡ, eine untreu verwaltete, wider die Absicht und den Befehl des Staates geführte Gesandtschaft, Dem. or. 19 u. Aesch. 2.

Greek (Liddell-Scott)

παραπρεσβεία: ἡ, ἡ παρὰ τὴν θέλησιν τῆς πόλεως γενομένη πρεσβεία, παράνομος καὶ δολία πρεσβεία, Δημ. 515. 27. Ἔχομεν αὐτοῦ τὸν λόγον περὶ παραπρεσβείας (Falsa Legatio) τοῦ Αἰσχίνου καὶ τὴν ἀπάντησιν τούτου.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ambassade malhabile ou malhonnête.
Étymologie: παρά, πρεσβεία.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ παραπρεσβεύω
παράνομη και δόλια πρεσβεία, πρεσβεία που γίνεται κατά παράβαση τών εντολών της πολιτείας και με αντεθνικούς σκοπούς («παρανόμων ἤ παραπρεσβείας... ἔμελλον αὐτοῦ κατηγορεῑν», Δημοσθ.)
αρχ.
φρ. «παραπρεσβείας γραφή»
(αττ. δίκ.) μήνυση που μπορούσε να υποβληθεί από κάθε Αθηναίο πολίτη εναντίον πρέσβεως της πατρίδας του, για πλημμελή διαγωγή, αμέλεια καθήκοντος, κακή διαχείριση ή ιδιοποίηση του δημόσιου χρήματος κατά την διάρκεια της αποστολής του.

Greek Monotonic

παραπρεσβεία: ἡ, δόλια αποστολή πρεσβείας, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπρεσβεία -ας, ἡ [παραπρεσβεύω] corrupt gezantschap.

Russian (Dvoretsky)

παραπρεσβεία: ἡ недобросовестно выполненная миссия, негодное выполнение посольских обязанностей Dem., Aeschin., Plut.

Middle Liddell

παρα-πρεσβεία, ἡ,
a dishonest embassage, Dem.