τέλθος

Revision as of 15:55, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

εος, τό,

   A debt, payment due, κομίζευ . . τ. ὀφειλόμενον Call. Lav.Pall.106; τ. ἀπαιτησῶν ἑκατὸν βόας Id.Cer.78.

German (Pape)

[Seite 1088] εος, τό, seltene poet. Form für τέλος, Callim. Lav. Pall. 206 Cer. 77.

Greek (Liddell-Scott)

τέλθος: -εος, τό, σπάνιος ποιητικ. τύπος ἀντὶ τέλος, Καλλ. εἰς Λουτρ. Παλλάδ. 106, εἰς Δήμητρ. 77. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ τέλος, ὡς τὸ ἄχθος ἐκ τοῦ ἄχος).

Greek Monolingual

-ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) χρέος, οφειλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος πιθ. κατά τα ἄχθος, πλῆθος. Ο σχηματισμός του τ. εκλαμβάνεται ως δωρισμός].

Frisk Etymology German

τέλθος: {télthos}
Grammar: n.
Meaning: Entrichtung, Abgabe, Schuld (Kall.); τέλθος· χρέος H.
Etymology : Umbildung von 2. τέλος nach ἄχθος, βρῖθος, πλῆθος; s. Osthoff IF 4, 268f. m. Lit.
Page 2,869