διερμηνεία

Revision as of 13:30, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ interpretación γλωσσῶν 1Ep.Cor.12.10 (var.).

Greek Monolingual

η
1. ακριβής, λεπτομερειακή ερμηνεία
2. το αξίωμα του διερμηνέα
3. το έργο του διερμηνέα
4. το γραφείο του διερμηνέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. interpretation. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κ. Πετρίτζη].

Chinese

原文音譯:˜rmhne⋯a 赫而姆尼阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:解釋
字義溯源:繙譯,繙,解釋,繙出來的話;源自(ἑρμηνεύω)=解釋),而 (ἑρμηνεύω)出自(Ἑρμῆς)*=希耳米,希臘諸神使者之名)
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編
1) 繙譯(1) 林前14:26;
2) 繙(1) 林前12:10