перевозить
Russian > Greek
συνδιαβιβάζω, ἀνακομίζω, ἀγκομίζω, ὑπερβιβάζω, φορτηγέω, πορθμεύω, διάγω, διαπεραιόω, διαπορεύω, διακομίζω, διαπορθμεύω, περαιόω, παρακομίζω, διαπεράω
συνδιαβιβάζω, ἀνακομίζω, ἀγκομίζω, ὑπερβιβάζω, φορτηγέω, πορθμεύω, διάγω, διαπεραιόω, διαπορεύω, διακομίζω, διαπορθμεύω, περαιόω, παρακομίζω, διαπεράω