φορτηγέω

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορτηγέω Medium diacritics: φορτηγέω Low diacritics: φορτηγέω Capitals: ΦΟΡΤΗΓΕΩ
Transliteration A: phortēgéō Transliteration B: phortēgeō Transliteration C: fortigeo Beta Code: forthge/w

English (LSJ)

= φορταγωγέω, τοῖσι πλοίοισι Hdt.2.96; of beasts of burden, Luc.Asin.33.

German (Pape)

[Seite 1301] = φορταγωγέω, Her. 2, 96; B. A. 71.

French (Bailly abrégé)

φορτηγῶ :
porter des fardeaux, être portefaix, ou en parl. de bêtes de somme.
Étymologie: φορτηγός.

Russian (Dvoretsky)

φορτηγέω: перевозить или переносить грузы Her., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

φορτηγέω: φορταγωγέω, τοῖσι πλοίοισι Ἡρόδ. 2. 96 ἐπὶ φορτηγῶν ζῴων, Λουκ. Ὄν. 33, κλπ., πρβλ. Α. Β. 71.

Greek Monotonic

φορτηγέω: μέλ. -ήσω (φορτηγόςμεταφέρω φορτία ή εμπορεύματα στα καράβια, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

φορτηγέω, fut. -ήσω φορτηγός
to carry freights or loads in ships, Hdt.