φορτηγέω
From LSJ
English (LSJ)
= φορταγωγέω, τοῖσι πλοίοισι Hdt.2.96; of beasts of burden, Luc.Asin.33.
German (Pape)
[Seite 1301] = φορταγωγέω, Her. 2, 96; B. A. 71.
French (Bailly abrégé)
φορτηγῶ :
porter des fardeaux, être portefaix, ou en parl. de bêtes de somme.
Étymologie: φορτηγός.
Russian (Dvoretsky)
φορτηγέω: перевозить или переносить грузы Her., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
φορτηγέω: φορταγωγέω, τοῖσι πλοίοισι Ἡρόδ. 2. 96 ἐπὶ φορτηγῶν ζῴων, Λουκ. Ὄν. 33, κλπ., πρβλ. Α. Β. 71.
Greek Monotonic
φορτηγέω: μέλ. -ήσω (φορτηγός)· μεταφέρω φορτία ή εμπορεύματα στα καράβια, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
φορτηγέω, fut. -ήσω φορτηγός
to carry freights or loads in ships, Hdt.