раб
Russian > Greek
δμώς, δμωός, κατάχυσμα, κτῆμα, στρώτης, λασανοφόρος, δοῦλος, παιδαγωγός, ὑποδμώς, ἀργυρώνητος, δούλευμα, λάτρις, λατρεία, οἰκέτης
δμώς, δμωός, κατάχυσμα, κτῆμα, στρώτης, λασανοφόρος, δοῦλος, παιδαγωγός, ὑποδμώς, ἀργυρώνητος, δούλευμα, λάτρις, λατρεία, οἰκέτης