форма
Russian > Greek
σχῆμα, μορφή, μορφά, μόρφωμα, σχέσις, ἀνάπλασμα, διατύπωσις, περιβολή, τύπωσις, σχηματισμός, σχημάτισις, πτῶσις, γραφή, προσθήκη
σχῆμα, μορφή, μορφά, μόρφωμα, σχέσις, ἀνάπλασμα, διατύπωσις, περιβολή, τύπωσις, σχηματισμός, σχημάτισις, πτῶσις, γραφή, προσθήκη