изобретательный
Russian > Greek
ποικιλόβουλος, εὑρεσίλογος, πολύφρων, παντοπόρος, κλυτόμητις, μηχανόεις, εὐπάλαμος, πολυμήχανος, ποικιλόφρων, ποικιλομήτης, εὐμήχανος, εὑρετικός, μηχανικός, πολύμητις, φρενοτέκτων, εὔπορος, αἰολόμητις
ποικιλόβουλος, εὑρεσίλογος, πολύφρων, παντοπόρος, κλυτόμητις, μηχανόεις, εὐπάλαμος, πολυμήχανος, ποικιλόφρων, ποικιλομήτης, εὐμήχανος, εὑρετικός, μηχανικός, πολύμητις, φρενοτέκτων, εὔπορος, αἰολόμητις