μηχανόεις
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
μηχανόεσσα, μηχανόεν, ingenious, τὸ μηχανόεν = the inventive genius, σοφόν τι τὸ μηχανόεν τέχνας S.Ant.365 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 181] μηχανόεσσα, μηχανόεν, erfindungsreich, kunstreich, σοφόν τι τὸ μηχανόεν τέχνας ἔχων Soph. Ant. 362.
French (Bailly abrégé)
μηχανόεσσα, μηχανόεν;
industrieux.
Étymologie: μηχανή.
Russian (Dvoretsky)
μηχᾰνόεις: μηχανόεσσα, μηχανόεν изобретательный, искусный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾱνόεις: μηχανόεσσα, μηχανόεν, εὐφυής, σοφόν τι τὸ μ. τέχνας Σοφ. Ἀντ. 365.
Greek Monolingual
μηχανόεις, μηχανόεσσα, μηχανόεν (Α)
ευφυής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερόεις)].