μηχανόεις

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνόεις Medium diacritics: μηχανόεις Low diacritics: μηχανόεις Capitals: ΜΗΧΑΝΟΕΙΣ
Transliteration A: mēchanóeis Transliteration B: mēchanoeis Transliteration C: michanoeis Beta Code: mhxano/eis

English (LSJ)

μηχανόεσσα, μηχανόεν, ingenious, τὸ μηχανόεν = the inventive genius, σοφόν τι τὸ μηχανόεν τέχνας S.Ant.365 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 181] μηχανόεσσα, μηχανόεν, erfindungsreich, kunstreich, σοφόν τι τὸ μηχανόεν τέχνας ἔχων Soph. Ant. 362.

French (Bailly abrégé)

μηχανόεσσα, μηχανόεν;
industrieux.
Étymologie: μηχανή.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνόεις: μηχανόεσσα, μηχανόεν изобретательный, искусный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾱνόεις: μηχανόεσσα, μηχανόεν, εὐφυής, σοφόν τι τὸ μ. τέχνας Σοφ. Ἀντ. 365.

Greek Monolingual

μηχανόεις, μηχανόεσσα, μηχανόεν (Α)
ευφυής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερόεις)].

Greek Monotonic

μηχᾰνόεις: -εσσα, -εν (μηχανή), ιδιοφυής, σε Σοφ.