страстный
Russian > Greek
πυρισμάραγος, διάπυρος, ἐπιθυμητικός, ἀφροδισιαστικός, ἰσχυρός, ὀξύς, θυμικός, σφοδρός, θερμουργός, θερμόνοος, θερμόνους, περιπεταστός, λάβρος, μαλερός, θυμοειδής, ἔκθυμος, θερμός
πυρισμάραγος, διάπυρος, ἐπιθυμητικός, ἀφροδισιαστικός, ἰσχυρός, ὀξύς, θυμικός, σφοδρός, θερμουργός, θερμόνοος, θερμόνους, περιπεταστός, λάβρος, μαλερός, θυμοειδής, ἔκθυμος, θερμός