μαλερός

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλερός Medium diacritics: μαλερός Low diacritics: μαλερός Capitals: ΜΑΛΕΡΟΣ
Transliteration A: malerós Transliteration B: maleros Transliteration C: maleros Beta Code: malero/s

English (LSJ)

ά, όν,
A fierce, raging, in Hom. always epithet of fire, Il.9.242,20.316, 21.375, cf. Hes.Sc.18; πυρὸς μαλερὰ γνάθος A.Oh.325 (lyr.): metaph… fiery, glowing, ἀοιδαί Pi.O.9.22.
2 fierce, violent, terrible, πόθος A.Pers.62 (anap.); λέοντες Id.Ag.141 (lyr.); Ἄρης ὁ μ. S.OT190 (lyr.); πόνοι Arist.Fr.675.5 (lyr.): neuter plural as adverb, furiously, E.Tr.1300 (lyr.).
II μαλεραὶ φρένες, = ἀσθενεῖς, subdued, prostrate, Call.Fr.anon.198.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fort, impétueux ; en mauv. part violent.
Étymologie: μάλα.

German (Pape)

(μάλα), heftig, gewaltig; πῦρ, Il. 9.242, 20.316, 21.375, wie Hes. Sc. 18 und Or. bei Her. 7.140; μαλεραὶ ἀοιδαί, kraftvolle, feurige Gesänge, Pind. Ol. 9.24, λέοντες, Aesch. Ag. 139; auch nach Homer πυρὸς μαλερὰ γνάθος, Ch. 322; übertragen, πόθος, heftige Sehnsucht, Pers. 62; Ἄρης, der gewaltige Ares, Soph. O.R. 190; μαλερὰ μέλαθρα πυρὶ κατάδρομα sagt Eur. Troad. 1300, entweder die gewaltigen od. die in Flammen stehenden, von der Flamme überwältigten; μαλεροὶ πόνοι, gewaltige, erschöpfende Anstrengungen, Arist. scol. 1.6; sp.D., θάλπος, Archi. 5 (VI.207), ἠέλιοι, Dion.Per. 40. – Hesych. erkl. μαλεραὶ φρένες durch ἀσθενεῖς, etwa der überwältigte, also schwache und erliegende Geist.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλερός:
1 сильный, могучий (λέοντες Aesch.); неистовый, бурный (Ἄρης Soph.); полный силы, мощный (ἀοιδαί Pind.);
2 бушующий (πῦρ Hom.);
3 знойный, палящий (θάλπος Anth.);
4 страстный, жгучий (πόθος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλερός: -ά, -όν, (μάλα) ἰσχυρός, ὁρμητικός, καταστρεπτικός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθετον τοῦ πυρός, Ἰλ. Ι. 242, Υ. 316, Φ. 275, οὕτω καὶ ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 18· οὕτω, πυρὸς μαλερὰ γνάθος Αἰσχύλ. Χο. 325. 2) μεταφορ., πυρώδης, φλογερός, ὁρμητικός, ἀοιδαὶ Πινδ. Ο. 9. 34· πόθος Αἰσχύλ. Πέρσ. 62· λέοντες ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 141· Ἄρης ὁ μαλερὸς Σοφ. Ο. Τ. 190· πόνος Ἀριστ. Σκολ. 6 (Lyr. Bgk. 461)· ἐν Εὐρ. Τρῳ. 1298, μαλερὰ μέλαθρα πυρὶ κατάδρομα, - τὸ μαλερὰ φαίνεται ὅτι εἶναι ἐπίρρ., μανιωδῶς. ΙΙ. ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: μαλεραὶ φρένες διὰ τοῦ ἀσθενεῖς· καὶ ξηραί, καυστικαί.

English (Autenrieth)

powerful, destroying, epithet of fire. (Il.)

English (Slater)

μᾰλερός fiery ἐγὼ δέ τοι φίλαν πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς (O. 9.22)

Greek Monolingual

μαλερός, -ά, -όν (Α)
1. ισχυρός, ορμητικός, βίαιος
2. (για τη φωτιά) καταστρεπτικός («μαλερῷ δὲ καταφλέξας πυρὶ κώμας», Ησίοδ.)
3. ενθουσιώδης, σφοδρός («πόθῳ στένεται μαλερῷ», Αισχύλ.)
4. δεινός, τρομερός («πόνους τλήνας μαλεροὺς ἀκάμαντας», Αριστοτ.)
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) μαλερά
σφοδρά
6. (κατά τον Ησύχ.) «μαλεραὶ φρένες ἀσθενεῖς καὶ ξηραὶ καὶ καυστικαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < μάλα + κατάλ. -ερός (πρβλ. θαλερός, φανερός). Κατ' άλλους, η λ., σύμφωνα με τη σημ. «καταστρεπτικός, συντριπτικός», συνδέεται με μάλευρον και μύλη].

Greek Monotonic

μᾰλερός: -ά, -όν (μάλα),·
1. δυνατός, θηριώδης, άπληστος, ακόρεστος, λέγεται για φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. μεταφ., ορμητικός, σφριγηλός, σφοδρός, μανιασμένος, σε Πίνδ., Τραγ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: meaning uncertain, of fire (Il., Hes. Sc.18, A. Ch. 325), of lions (A. Ag. 141), of singers (Pi. O. 9, 22), also of πόθος, Ἄρης; usually explained as violent, strong (or consuming), after Bechtel Lex. s. v. rather crushing.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like θαλερός, φανερός a.o. (Chantraine Form. 228 f., Schwyzer 482); because of the uncertain meaning no etymology. As violent etc. since Osthoff ZGdP 450 taken to μάλα; after Bechtel however to μάλευρον, μύλη (s. vv.).

Middle Liddell

μᾰλερός, ή, όν μάλα
1. mighty, fierce, devouring, ravening, of fire, Il., etc.
2. metaph. fiery, glowing, vehement, furious, Pind., Trag.

Frisk Etymology German

μαλερός: {malerós}
Meaning: poet. Adj. unsicherer Bed., vom Feuer (Il., Hes. Sc.18, A. Ch. 325 [lyr.]), von Löwen (A. Ag. 141 [lyr.]), von Sängern (Pi. O. 9, 22), auch von πόθος, Ἄρης usw.; gewöhnlich als heftig, stark (od. verzehrend) erklärt, nach Bechtel Lex. s. v. (mit v. Wilamowitz) vielmehr zermalmend.
Etymology: Bildung wie θαλερός, φανερός u.a. (Chantraine Form. 228 f., Schwyzer 482); wegen der unbestimmten Bed. ohne überzeugende Etymologie. Als heftig seit Osthoff ZGdP 450 zu μάλα gezogen; nach Bechtel dagegen zu μάλευρον, μύλη (s. dd.).
Page 2,166