высокопарный
Russian > Greek
ὑψίλοφος ;; μεγαλόφωνος ;; διθυραμβώδης ;; τραγικός ;; χαῦνος ;; ἱππόκρημνος ;; θεατρικός ;; ὑπέρογκος ;; μεγαλήνωρ
ὑψίλοφος ;; μεγαλόφωνος ;; διθυραμβώδης ;; τραγικός ;; χαῦνος ;; ἱππόκρημνος ;; θεατρικός ;; ὑπέρογκος ;; μεγαλήνωρ