διθυραμβώδης
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
διθυραμβῶδες, dithyrambic, fitted for the dithyramb, ὄνομα Pl.Cra.409c, cf. D.H.Dem.29, Demetr.Eloc.116.
Spanish (DGE)
-ες
1 ditirámbico, altisonante, ampuloso ὄνομα Pl.Cra.409c, cf. D.H.Din.8.1, σεμνολογία Philostr.VS 502, δίπλωσις Demetr.Eloc.116, cf. D.H.Dem.29.5, ἡ δὲ ἰδέα τῶν λόγων ... ὑπόβακχος καὶ δ. Philostr.VS 511, cf. VA 1.17, ἄνδρα ... διθυραμβώδη καλοῦντες καὶ ἀκόλαστον Philostr.VS 514, Eust.597.4.
2 adv. διθυραμβωδῶς = a la manera del ditirambo ἔχειν διθυραμβωδῶς καὶ τραγικῶς Synes.Regn.15 (p.34), σκληρᾷ μεταφορᾷ χρησάμενος διθυραμβωδῶς Sch.Pi.P.6.11.
German (Pape)
[Seite 624] ες, dithyrambenartig, gewöhnl. schwülstig; ὄνομα Plat. Cratyl. 409 c; öfter Rhett. – Adv. Schol. Pind. P. 12, 45.
Russian (Dvoretsky)
δῑθῠραμβώδης: досл. дифирамбический, перен. высокопарный (ὄνομα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
δῑθῠραμβώδης: -ες, διθυραμβικός, ἀλαζονικός, «φουσκωμένος», Πλάτ. Κρατ. 409C.
Greek Monolingual
-ες (Α διθυραμβώδης) διθύραμβος
1. αυτός που μοιάζει με διθύραμβο
2. πομπώδης, μεγαλόστομος.