возмущаться
Russian > Greek
ἀγανακτέω, δυσχεραίνω, συνεξανίστημι, δεινολογέομαι, ἀτύζω, παρακινέω, σκανδαλίζω, μεγαίρω, δεινοπαθέω, ἄγαμαι, δεινός
ἀγανακτέω, δυσχεραίνω, συνεξανίστημι, δεινολογέομαι, ἀτύζω, παρακινέω, σκανδαλίζω, μεγαίρω, δεινοπαθέω, ἄγαμαι, δεινός