παρακινέω

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακῑνέω Medium diacritics: παρακινέω Low diacritics: παρακινέω Capitals: ΠΑΡΑΚΙΝΕΩ
Transliteration A: parakinéō Transliteration B: parakineō Transliteration C: parakineo Beta Code: parakine/w

English (LSJ)

A move aside, disturb, τι Pl.R. 591e (unless intr., v. infr. 11.2): abs., raise troubles, enter into conspiracies, D.15.12, Luc.Rh. Pr.5; τὸ παρακινοῦν μέρος the revolutionary element, D.H.7.55.
2 excite violently, madden, Thphr. HP 9.19.1:—Pass., to be distracted, Arg.S.Aj.; εἴς τι to be violently excited or be incited to... Luc.Hist. Conscr.1; ὑπόθερμος καὶ παρακεκινημένος Id.Cal.5; later, simply, urge, c. inf., Mantiss.Prov.2.46.
3 metaph., stir up, i.e. raise a question about, τὸν Ἀριστοτέλη Plu.2.656c.
II intr., to be disturbed, become turbid, Thphr. CP 6.7.6.
2 shift one's ground, change, Pl.R. 54oa, 591e (cf. 1.1), D.H.3.10.
3 to be highly excited or be impassioned, ἐπὶ τοῖς ὡραίοις X.Mem.4.2.35; πρὸς τὰς ἡδονάς Theopomp. Hist.III; μηδὲν παρακινέειν feel no sexual impulse, Hp.Aër.22; of political unrest, to be in a state of ferment, π. τὰ τάγματα Plu.Galb. 13; to be out of one's senses, παρακεκινηκὼς ὑφ' ἡλικίας Com.Adesp. 885; νουθετεῖται… ὡς παρακινῶν = as out of his senses, Pl.Phdr.249d; τῇ διανοίᾳ παρακεκινηκώς D.S.24.3, cf. 10.14.

German (Pape)

[Seite 483] daneben, nebenbei bewegen, nebenbei erwähnen; τινά, Plut. Symp. 3, 8, 1; aufregen, verwirren, φυλάττων, μή τι παρακινῇ αὑτοῦ τῶν ἐκεῖ διὰ πλῆθος οὐσίας, Plat. Rep. IX, 591 e; bes. von Staatsumwälzungen, τὸ παρακινοῦν ἀεὶ μέρος καὶ ἐκβαῖνον ἐκ τοῦ συνήθους κόσμου, D. Hal. 7, 55; vgl. Dem. 15, 12; τὴν πολιτείαν, Poll. 4, 36. – Gew. übertr. außer sich, in Leidenschaft geraten, von Etwas abgehen, im Gegensatz von ἐμμένειν, Plat. Rep. VII, 540 a, wahnsinnig sein, Phaedr. 249 d; οἱ ἐπὶ τοῖς ὡραίοις παρακεκινηκότες, Xen. Mem. 4, 2, 35; öfter bei Sp., ἐμπαθὴς καὶ παρακεκινηκὼς πρὸς τὸν λόγον, Plut. Cat. min. 46; vgl. Theopomp. bei Ath. XII, 531 b; παρακινῆσαι καὶ κατενεχθῆναι ἐς τὸν τῆς ποιητικῆς κορύβαντα, Luc. hist. conscrib. 45.

French (Bailly abrégé)

παρακινῶ :
I. tr. 1 mouvoir à côté de ou à faux, déplacer, déranger;
2 fig. émouvoir violemment, troubler, exciter, acc. ; particul. mettre hors de soi, troubler la raison ; Pass. avoir la raison troublée;
II. intr. être agité, troublé, hors de soi : ἐπί τινι, τινι au sujet de qch.
Étymologie: παρά, κινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-κῑνέω problemen maken, vaak met τι (adv.):. ἐάν σε παρακινοῦντά τι λάβωμεν als we je erop betrappen dat je de boel in de war schopt Men. Dysc. 961; Αἰγυπτίους τι παρακινεῖν ἀκούων toen hij hoorde dat de Egyptenaren voor onrust zorgden Luc. 41.5. in de war raken, veranderen:; βασανιστέοι εἰ … παρακινήσουσι ze moeten getest worden (om te zien) of ze in de war raken Plat. Resp. 540a; in opstand komen:; παρακινεῖν τὰ Γερμανικὰ τάγματα dat de legioenen in Germanië in opstand kwamen Plut. Galb. 13.4; opgewonden zijn, buiten zichzelf zijn:; μηδὲν παρακινέειν geen seksuele opwinding vertonen Hp. Aër. 22; ἐπὶ τοῖς ὡραίοις π. stapelgek zijn op jeugdige schoonheden Xen. Mem. 4.2.35; ἅπαντες γὰρ ἐς τραγῳδίαν παρεκίνουν want iedereen was gek op de tragedie Luc. 59.1; ook pass..; παρακεκινημένον helemaal opgewonden Luc. 15.5; zijn verstand verliezen:. νουθετεῖται μὲν ὑπὸ τῶν πολλῶν ὡς παρακινῶν hij wordt door de massa voor gek verklaard Plat. Phaedr. 249d.

Russian (Dvoretsky)

παρακῑνέω:
1 сдвигать с места, т. е. потрясать, нарушать, расстраивать (τὰ τάγματα Plut.);
2 волноваться, возмущаться, бунтовать: Αἰγυπτίους τι π. ἀκούων Luc. слыша, что египтяне поднимают какое-то восстание (или предпринимают какие-то шаги);
3 волноваться, быть возбужденным: παρακινῆσαι ἔς τι Luc. быть страстно увлеченным чем-л.; ὡς παρακινῶν Plat. словно безумный; παρακεκινηκὼς ἐπί τινι Xen. и πρός τι Plut. увлеченный чем-л.;
4 (в речи), задевать, затрагивать, касаться, упоминать (τινα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παρακῑνέω: μέλλ. -ήσω, κινῶ κατὰ μέρος, διαταράτω, τι Πλάτ. Πολ. 591Ε (ἔνθα δύναται νὰ εἶναι ἀμεταβ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2) π. τὰ πράγματα Πλουτ. Γάλβ. 13· καὶ ἀπολ., ἐγείρω ταραχάς, σχηματίζω φατρίας, ἐνεργῶ κατὰ καθεστώτων, ὡς τὸ νεωτερίζειν, Δημ. 193. 27, Διον. Ἁλ. 7. 55, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 5. 2) κινῶ σφδρῶς, διεγείρω εἰς μανίαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 19, 1. - Παθ., ἐξίσταμαι, εἶμαι ἐκτὸς ἐμαυτοῦ, παραφρονῶ, Λατ. permoveri mente, Σοφ. Αἴ. Ὑπόθεσις, Εὐρ. Ι. Τ. Ὑπόθ.· εἲς τι, βιαίως παρακινοῦμαι, διεγείρομαι εἰς …, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1· ὑπόθερμος καὶ παρακεκινημένος ὁ αὐτ. π. Διαβολ. 5· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. 3) μνημονεύω ἐν παρόδῳ ἢ τυχαίως, τινα Πλούτ. 2. 656C. ΙΙ. διαταράττομαι, θολοῦμαι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 7, 6. 2) μεταβάλλω τὴν θέσιν μου, μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, Πλάτ. Πολ. 540Α, Διον. Ἁλ. 3. 10. 3) εἰς ὑπερβολὴν συγκινοῦμαι ἢ πάθους πληροῦμαι, ἐπί τινι Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 35· πρός τι Θεοπόμπ. Ἱστ. 116· μηδὲν παρακινέειν Ἱππ. π. Ἀέρ. 294 (ἔνθα δύναται νὰ ῃ μεταβ.)· παρακεκινηκὼς ὑφ’ ἡλικίας Κωμικ. Ἀνων. 311b· νουθετεῖται ... ὡς παρακινῶν, ὡς παράφρων, ἐκτὸς ἑαυτοῦ, Πλάτ. Φαῖδρ. 249D· τῇ διανοίᾳ παρακεκινηκὼς Διοδ. Ἐκλογ. 565. 21, πρβλ. 556. 8. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 462.

Greek Monotonic

παρακῑνέω: μέλ. -ήσω·
I. ανακινώ, διαταράσσω, σε Πλάτ.· απόλ., ξεσηκώνω ταραχές, δολοπλοκώ, υποκινώ, σε Δημ. — Παθ., εξίσταμαι βίαια, σε Λουκ.
II. 1. αμτβ., διαταράσσομαι, μεταβάλλω τη θέση μου, σε Πλάτ.
2. συγκινούμαι υπερβολικά, ἐπί τινι, σε Ξεν.· παρακινῶν, παράφρων, βρισκόμενος εκτός εαυτού, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to move aside, disturb, Plat.: absol. to raise troubles, enter into plots, Dem.:— Pass. to be violently incited, Luc.
II. intr. to be disturbed, to shift one's ground, Plat.
2. to be highly excited, ἐπί τινι Xen.; παρακινῶν out of his senses, Plat.