неизбежный
Russian > Greek
σάος ;; αἴσιμος ;; ἀνέκφευκτος ;; ἄφυκτος ;; ἀναπόδραστος ;; ἄφευκτος ;; ἄλυτος ;; ἀπαραίτητος ;; δυσφύλακτος ;; ἀκούσιος ;; ἀεκούσιος ;; ἀναγκαῖος
σάος ;; αἴσιμος ;; ἀνέκφευκτος ;; ἄφυκτος ;; ἀναπόδραστος ;; ἄφευκτος ;; ἄλυτος ;; ἀπαραίτητος ;; δυσφύλακτος ;; ἀκούσιος ;; ἀεκούσιος ;; ἀναγκαῖος