теснина
Russian > Greek
διεκβολή ;; στεῖνος ;; στενωπός ;; στεινωπός ;; στενόν ;; στεινόν ;; στενοπορία ;; στενόπορον ;; στεινόπορον ;; συναγγία ;; γνάθος ;; δίαυλος
διεκβολή ;; στεῖνος ;; στενωπός ;; στεινωπός ;; στενόν ;; στεινόν ;; στενοπορία ;; στενόπορον ;; στεινόπορον ;; συναγγία ;; γνάθος ;; δίαυλος