slim
English > Greek (Woodhouse)
adjective
Dutch > Greek
δεξιός, κερδαλέος, κερδαλεόφρων, κομψός, πανοῦργος, ποικίλος, πολύϊδρις, πολυκερδής, προμηθικῶς, πυκνός, σοφός
δεξιός, κερδαλέος, κερδαλεόφρων, κομψός, πανοῦργος, ποικίλος, πολύϊδρις, πολυκερδής, προμηθικῶς, πυκνός, σοφός