δόμονδε

Revision as of 15:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Adv.

   A homeward, Hom.; ὅνδε δόμονδε to his own house, Od.1.83; also δόμον Archestr.Fr.26.

Greek (Liddell-Scott)

δόμονδε: ἐπίρρ., εἰς τὸν οἶκον, οἴκαδε, ὡς τὰ οἶκόνδε, οἴκαδε, Ὅμ.· ὅνδε δόμονδε, εἰς τὴν οἰκίαν του, Ὀδ. Α. 83· οὕτω, δόμον Ἀρχέστρ. παρ' Ἀθην. 327D.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la maison, vers la maison avec mouv.
Étymologie: δόμος, -δε.

English (Autenrieth)

adv., into the house, Od. 22.479; homeward, home, Il. 24.717 ; ὅνδε δόμονδε, to his house, to his home.

Spanish (DGE)

adv. a o hacia casa ὅνδε δόμονδε a su casa, Il.16.445, Hes.Sc.38, de Odiseo Od.1.83, πρόφρων <δ'> ὑπέδεκτο δ. Λάβαν benévolo le acogió en su casa Labán Theodotus SHell.759.5.

Greek Monolingual

δόμονδε επίρρ. (Α)
στο σπίτι, στην πατρίδα.

Greek Monotonic

δόμονδε: επίρρ., στο σπίτι, στην πατρίδα, προς το σπίτι, προς την πατρίδα, σε Όμηρ.· ὅνδε δόμονδε, στο δικό του σπίτι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

δόμονδε: adv. домой, в дом: νοστῆσαι ὅνδε δ. Hom. вернуться к себе на родину.

Middle Liddell

adverb
home, homeward, Hom.; ὅνδε δόμονδε to his own house, Od.