κοιτίς

Revision as of 16:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of κοίτη VI,

   A box, AP 6.254.6 (Myrin.), Philostr.VA4.39; v.l. for κιστίς in Hld.4.11; gloss on φωριαμός, Sch.A.R.3.802; basket, Men.Epit.164; κ. πλεκτὰς ἐκ φοίνικος Arr.An.3.4.3; of Moses' ark, J.AJ2.9.5.

German (Pape)

[Seite 1471] ίδος, ἡ, dim. zu κοίτη, Kästchen, Etwas hineinzulegen; γρυτοδόκη παμβακίδων Myrin. 2 (VI, 254); Poll. 10, 165; auch vulg. l. Luc. ep. Sat. 21. – Auch κοῖτις betont, B. A. 273, E. M. 524, 15.

Greek (Liddell-Scott)

κοιτίς: -ίδος, ὑποκορ. τοῦ κοίτη ΙΙΙ, μικρὰ κίστη, κιβώτιον μικρόν, θήκη, Λουκ. Ἐπιστ. Κρονικ. 21.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
corbeille.
Étymologie: κοίτη.

Greek Monolingual

κοιτίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. κοιτίδα.

Russian (Dvoretsky)

κοιτίς: ίδος (ῐδ) ἡ [demin. к κοίτη Plut., Luc., Anth. = κοίτη 5.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιτίς -ίδος, ἡ [κοῖτος] mandje.