λογεία
English (LSJ)
ἡ,
A collection of taxes or voluntary contributions, PHib.1.51.2 (iii B. C), PTeb.58.55 (ii B. C.), POxy.239.8 (i A. D.); collection for charity, 1 Ep.Cor.16.1, Hsch.; for religious purposes, GDI4156 (Lindos), PSI2.262.3 (i A. D.); perquisite, PPar.5xxvii 6 (ii B. C.).
Greek Monolingual
λογεία και μτγν. λογία, ἡ (Α) λογεύω
1. συλλογή φόρων ή εκούσιων εισφορών ή εράνων για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς («περὶ δὲ τῆς λογίας εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῑς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιήσατε», ΚΔ)
2. έκτακτα κέρδη
3. επιμίσθιο.
Chinese
原文音譯:log⋯a 羅居阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:放置(著)
字義溯源:收捐,捐錢,捐湊,湊;源自(λόγος)=話);而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編:
1) 捐湊(1) 林前16:2;
2) 捐錢(1) 林前16:1