ατος, τό,
A blame, v.l. for μώκημα, LXXSi.31(34).18.
[Seite 225] τό, das Getadelte, der Gegenstand des Tadels od. Spottes, VLL.
μώμημα: τό, ψόγος, ἐμπαιγμός, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΑ΄, 18).
μώμημα, τὸ (Α) μωμώμαιπερίγελος, εμπαιγμός, σκώμμα, ψόγος.