μώκημα

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μώκημα Medium diacritics: μώκημα Low diacritics: μώκημα Capitals: ΜΩΚΗΜΑ
Transliteration A: mṓkēma Transliteration B: mōkēma Transliteration C: mokima Beta Code: mw/khma

English (LSJ)

-ατος, τό, mockery, LXX Si.31(34).18 (pl., v.l. μωμ-).

German (Pape)

[Seite 225] τό, Verspottung, Hohn, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μώκημα: τό, ἐμπαιγμός, περίγελως, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΑ΄, 18).

Greek Monolingual

μώκημα, τὸ (Α) μωκώμαι
(δ. γρφ.) μώμημα.

Translations

mockery

Arabic: اِسْتِهْزَاء‎; Hijazi Arabic: تريقة‎; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: Verspottung, Verhöhnung; Greek: χλευασμός, χλεύη, κοροϊδία, γελιοποίηση; Ancient Greek: ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμονή, ἐμπαιγμός, ἐνεασμός, ἐπισυρμός, ἐπιτωθασμός, κατάγελως, καταμώκησις, καταπαιγμός, κατάχαρμα, καταχήνη, κερτόμησις, κερτομία, κωμῳδία, λάσθη, μυκτηρισμός, μώκημα, μῶκος, περίσυρμα, σαρκασμός, σκῶψις, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: derisione, scherno; Latin: derisio; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا‎; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: escárnio, zombaria; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: mote, mofa, pitorreo, ludibrio; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar