πανάφθιτος

Revision as of 18:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A allimperishable, ἦμαρ AP7.14 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 457] ganz unzerstörbar, unvergänglich, Antp. Sid. 70 (VII, 17), ἦμαρ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάφθῐτος: -ον, ὅλως ἄφθιτος, ἄφθαρτος, ἀΐδιος, ἦμαρ Ἀνθ. Π. 7. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait impérissable.
Étymologie: πᾶν, ἄφθιτος.

Greek Monolingual

πανάφθιτος, -ον (Α)
τελείως άφθαρτος, αιώνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄφθιτος.

Greek Monotonic

πᾰνάφθῐτος: -ον, εντελώς άφθαρτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνάφθῐτος: никогда не погибающий, непреходящий (ἦμαρ Anth.).

Middle Liddell

πᾰν-άφθῐτος, ον,
all-imperishable, Anth.