πίκρα

Revision as of 18:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ, an

   A antidote, 'higry-pigry' (i.e. ἱερὰ π.), Alex.Trall.7.6, Febr.6.

Greek (Liddell-Scott)

πίκρα: ἡ, ἀντίδοτον, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ.

Greek Monolingual

η, Ν·1.η ιδιότητα του πικρού, η πικράδα («η πίκρα του κινίνου»)
2. η πικρία, η βαθιά λύπηοπού το χαϊδανάστησα με πίκρες και με βάσανα», δημ. τραγούδι)
3. το φυτό κιχώριο, αλλ. πικράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πικραίνω (πρβλ. γλυκαίνω > γλύκα)].