παρεπιδείκνυμι

Revision as of 18:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A point out beside or at the same time, LXX 2 Ma.15.10.    2 display, κακῶς [τὴν τέχνην] Gal.8.600.    II Med., display one's ideas, Phld. Vit.p.39 J. ; also in a depreciatory sense, exhibit out of season, make a display, Plu.2.43d, Luc.Hist. Conscr.57.

Greek Monolingual

Α επιδείκνυμι
1. δείχνω κάτι παράλληλα, ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. επιδεικνύω κάτι σε κάποιον
3. μέσ. α) φανερώνω, εκδηλώνω, εκθέτω τις ιδέες μου
β) (με μειωτ. σημ.) επιδεικνύομαι, κάνω επίδειξη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-επιδείκνυμι, med. pronken.