χαρακίτης
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A living behind a fence: metaph., cloisterling, βιβλιακοὶ χ. Timo 12.2. 2 χ. τιθυμαλίς, = χαρακίας 11, Afric.Cest.p.81 V., Aët.1.397.
German (Pape)
[Seite 1335] ὁ, βιβλιακός, der Bücher kratzt, Bücherschmierer, Timon Phlias. 36 bei Ath. I, 22 d.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρᾰκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, παρὰ Τίμωνι τῷ σιλλογράφῳ ἐν Ἀθην. 22D, χαρακῖται βιβλιακοὶ (ἐκ τοῦ χάραξ), οἱ κεχαρακωμένοι τοῖς βιβλίοις (κατ᾿ ἄλλους ἐκ τοῦ χαράσσω, οἱ συνεχῶς γράφοντες βιβλία).
Greek Monolingual
και χαρακείτης, ὁ, Α
1. αυτός που μένει μέσα σε χώρο περιφραγμένο με αιχμηρούς πασσάλους
2. μτφ. αυτός που ζει κλεισμένος σε μοναστήρι, που μονάζει
3. φρ. «χαρακίτης τιθυμαλίς» — το φυτό τιθύμαλλος, χαρακιάς (Αφρικαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, -ακος + κατάλ. -ίτης].